Εξυγίανση - Εξέλιξη - Θωράκιση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος για Βιώσιμη Οικονομική Ανάπτυξη. Από τον Στράτο Γουδινάκο
Η ιστορία έχει δείξει ότι για να αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα - μείωση ελλειμμάτων (προϋπολογισμού & τρεχουσών συναλλαγών) και χρέους – χρειάζεται δημοσιονομική προσαρμογή (κοινώς νοικοκύρεμα προϋπολογισμού) και στρατηγική ανάπτυξης (ανταγωνιστική παραγωγική οικονομία). Για αειφόρο και βιώσιμη ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας χρειάζεται εθνικός σχεδιασμός και αξιόπιστα κανάλια χρηματοδότησης. Η αποκατάσταση των πηγών χρηματοδότησης, που στην Ελλάδα είναι κυρίως οι τράπεζες, θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ριζική αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση των τραπεζών καθώς και ολικό επανασχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σε διεθνές επίπεδο, πριν από την κρίση (2008) πολλές τράπεζες μεγάλωσαν εξαιρετικά γρήγορα και ανέπτυξαν μη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα οπότε μια περίοδος αναδιάρθρωσης και εδραίωσης ήταν επιθυμητή και αναπόφευκτη. Στο διάστημα αυτό παρατηρήθηκε διστακτικότητα στον τραπεζικό δανεισμό, παρά τα χαμηλότερα επιτόκια, εξαιτίας της ανάγκης μείωσης χρεών και πιο αυστηρών εποπτικών υποχρεώσεων.
Παρόλα αυτά, πρωτοβουλίες για ενθάρρυνση του τραπεζικού δανεισμού - οι ρυθμιστικές αρχές ανάγκασαν τις τράπεζες να «ξεκαθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν τα επίπεδα των κεφαλαίων τους, δημιουργώντας έτσι χώρο, προκειμένου να αυξηθεί ο δανεισμός - είχε ως αποτέλεσμα ελλειμματικές χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο - οι οποίες έχουν μεταρρυθμιστεί πολύ λιγότερο από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ) και εξακολουθούν να παράγουν σημαντικά πρωτογενή ελλείμματα – να έχουν ανακάμψει.
Στη χώρα μας, το πρόβλημα είναι, πλέον, πολύ μεγαλύτερο καθώς υπάρχει υπέρ-συγκέντρωση του κλάδου (το 95% της αγοράς σε τέσσερις βασικούς παίκτες – την Τράπεζα Πειραιώς, την Εθνική Τράπεζα, την Alpha Bank, και την Eurobank). Αντίστοιχα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες οι μεγαλύτερες τράπεζες, κάθε χώρας, δεν ξεπερνούν το 45-60% του κλάδου. Είναι αναγκαία και απαραίτητη μεγαλύτερη διασπορά – με μικρότερες περιφερειακές και συνεταιριστικές τράπεζες - για ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας.
Επίσης, Χρειάζονται επενδύσεις, και ικανό θεσμικό πλαίσιο, για να τονώσουν την υγιή επιχειρηματικότητα, την καινοτομία (μέσα από έρευνα-ανάπτυξη-εφαρμογή) και κατ’ επέκταση την παραγωγικότητα. Τα επενδυτικά δάνεια (Credit) πρέπει να δίνονται σε παραγωγικούς τομείς – και όχι για καταναλωτικούς σκοπούς ή σε επιχειρήσεις ζόμπι - ώστε να αυξηθεί η συνολική ζήτηση στην οικονομία.
Στην Ελλάδα οι τράπεζες φαίνεται κατά ένα τρόπο ότι είναι θύματα της ύφεσης, αλλά λόγω της προ-κυκλικής δανειοδοτικής πολιτικής τους, στην πραγματικότητα αυτές είναι που την προκαλούν. Παρά το γεγονός ότι η γενεσιουργός αιτία της διάσωσης των τραπεζών του 2012 ήταν το PSI (μεγαλύτερη ετήσια απώλεια), η υποκείμενη μείωση της δυνατότητάς τους να αποφέρουν κέρδη είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο επιβλαβής τόσο για τις ίδιες, τις τράπεζες, όσο και για την ελληνική οικονομία. Η επίδοσή τους είχε μειωθεί κατακόρυφα από το 2008 δημιουργώντας διαρκώς ελλείμματα περίπου από το 2010. Από το 2011 και μετά ο δανεισμός (μειώθηκε 9% μόνο το 2011) - παρά την αύξηση κεφαλαίου του 2012 - πέφτει αδιάλειπτα.
Από το 2009, οι διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης τόσο των τραπεζικών ομολόγων όσο και του ελληνικού δημοσίου αύξησαν το κόστος χρηματοδότησής, την ίδια στιγμή που η φυγή των καταθέσεων (συνολικά > €110 δισ) αύξανε την ανάγκη τους για χρηματοδότηση. Έχασαν την πρόσβαση στην αγορά και από τότε έχουν βασιστεί εξ ολοκλήρου στη βοήθεια του ευρωσυστήματος (τρέχων ≈ €128 δισ), τόσο στη χρηματοδότηση απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ ≈ €38 δισ) όσο και στην έκτακτη παροχή ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA ≈ €90 δισ). Ο περιορισμός της ρευστότητας αναγκάζει τις τράπεζες να αποφύγουν δραστηριότητες που δημιουργούν κενά χρηματοδότησης. Συνεπώς, δεν θα δανείσουν.
Μια άλλη πλευρά του προβλήματος, αυτή των ισολογισμών των τραπεζών, είναι επίσης υπεύθυνη για την πιστωτική ασφυξία. Από το 2009, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά και τώρα αποτελούν περίπου το ένα τρίτο των ελληνικών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων (€100-120 δις, ≥50% του δανειακού χαρτοφυλακίου τους παρά τις αναδιαρθρώσεις δανείων). Οι τράπεζες με αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε υψηλά επίπεδα είναι υποχρεωμένες να προνοούν (προβλέψεις) για την κάλυψη των υφιστάμενων δανειακών χαρτοφυλακίων. Αυτές, οι προβλέψεις, δεσμεύουν ή απομειώνουν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών με αποτέλεσμα να είναι απρόθυμες ή συχνά ανίκανες να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη.
Η ανακεφαλαιοποίησή τους δεν σήμαινε και αναδιάρθρωσή τους ούτε σήμανε διασφάλιση ορθών πρακτικών στη διαχείριση του ισολογισμού τους.
Είναι γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες, σχεδόν κάθε χρόνο, χρειάζονται νέα κεφάλαια για να διασωθούν από την κατάρρευση. Από το 2009 έως και το 2014 πραγματοποιήθηκαν 3 μεγάλης κλίμακας ανακεφαλαιοποιήσεις:
- Πρώτο πρόγραμμα 2009 - προνομιούχες μετοχές ύψους €5 δισ. του νόμου Αλογοσκούφη, έχουν αποπληρωθεί από ΑΤΕ, Πειραιώς και Alpha και οφείλουν Εθνική, Eurobank, Attica bank περίπου €2,5 δισ.
- Δεύτερο πρόγραμμα 2013 – περί τα €40 δισ, από τα οποία τα €25 δισ. χρησιμοποιήθηκαν στα κεφάλαια και €15 δισ. για κάλυψη “funding gap” κατά τον διαχωρισμό σε good και bad bank τραπεζών.
- Τρίτο πρόγραμμα 2014 οι ιδιώτες επένδυσαν €8,3 δισ. και μαζί με τα περίπου €3 δισ. που είχαν επενδύσει (10% - στο δεύτερο πρόγραμμα) το 2013, συνολικά επένδυσαν περί τα €11 δισ. στις ελληνικές τράπεζες.
Με αυτό τον τρόπο, μέχρι σήμερα, στοίχισε στο Ελληνικό δημόσιο περίπου €41 δισ. (για το 55% περίπου των ελληνικών τραπεζών) και στους ιδιώτες περίπου €11 δισ. (για το 45%, χωρίς να συνυπολογισθούν τα warrants-έξτρα προνόμιο, με τρέχουσα αξία σχεδόν μηδενική).
Επιβεβαιώνοντας, για ακόμη μια φορά, το αδιέξοδο του σχεδιασμού της ανακεφαλαιοποίησης των Ελληνικών τραπεζών από τους εμπλεκόμενους θεσμούς - της κυβέρνησης μέσω του Υπ. των Οικονομικών, της ΤτΕ, του ΤΧΣ, τις ‘τόσες’ εταιρίες συμβούλων, τους Μετόχους και τις Διοικήσεις των τραπεζών, καθώς και της DGCom - υπάρχει η ανάγκη για νέα κεφαλαιακή υποστήριξη (τέταρτο πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης ≈ €25 δισ) που θα πρέπει να υλοποιηθεί άμεσα, τουλάχιστον μέρος της ΑΜΚ μέσα στο 2015 ώστε να αποφευχθεί bail in μέσω της κοινοτικής νομοθεσίας, BRRD που υιοθετείται από την ελληνική κυβέρνηση και θα ισχύει από την 01.01.2016. Δυστυχώς, στην Ελλάδα περίσσεψε ο κοινούς νους που χρησιμοποιήθηκε στο μοντέλο ΗΠΑ ή Ιρλανδίας – όπου τα κράτη πρώτα στήριξαν και εξυγίαναν τις τράπεζες και εν συνεχεία τις ιδιωτικοποίησαν (με κέρδος, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ).
Για την ενδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού τομέα χρειάζονται άμεσα αποφασιστικές ενέργειες:
α) Απαλλαγή από τους ισολογισμούς των τραπεζών των μη εξυπηρετούμενων δάνειων.
Ευρωπαϊκές τράπεζες και asset managers ψάχνουν αγοραστές για στεγαστικά δάνεια και κατασχεμένα ακίνητα στην προσπάθειά τους να «ξεκαθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκια των κόκκινων δανείων τους. Σύμφωνα με έκθεση της μεσιτικής εταιρείας Cushman & Wakefield, οι vendors πουλούν δάνεια ακινήτων. Εταιρείες asset management όπως η NAMA και η ισπανική Sareb έχουν στην κατοχή τους εμπορικά στεγαστικά δάνεια, οικιστικά στεγαστικά δάνεια και κατασχεμένα ακίνητα ονομαστικής αξίας περίπου €233 δισ, τα περιουσιακά στοιχεία αυτά αξίζουν πλέον €144 δισ, μετά τις προβλέψεις (Το 51% του κεφαλαίου της NAMA ανήκει σε ιδιώτες και το 49% στο κράτος, στη Sareb 55% κατέχουν ιδιωτικά κεφάλαια και 45% κρατικά). Η Ιταλία, η Ρουμανία και η Πολωνία πιθανότατα θα δημιουργήσουν bad banks για να μπορέσουν και αυτές να πουλήσουν «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια, καθώς παρόμοιες κινήσεις στην Ευρώπη έχουν αποδειχτεί επιτυχημένες και η επενδυτική ζήτηση παραμένει υψηλή.
Η ευρωπαϊκή οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών πρέπει να ενταχθεί με συνοπτικές διαδικασίες και στην ελληνική νομοθεσία, μαζί με ένα νέο αστικό κώδικα, προνοώντας για τα ληξιπρόθεσμα - τις όποιες δυνατότητες αποπληρωμής και τις κατασχέσεις. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν είναι και ο τρόπος τιμολόγησης των επισφαλών δανείων που θα μεταφερθούν ή πωληθούν.
Σαφώς, αυτό σημαίνει περισσότερο πόνο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά αν το αποτέλεσμα είναι η αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών ώστε να είναι σε θέση να ξαναρχίσουν τη χορήγηση δανείων προς την πραγματική οικονομία, αυτό θα είναι ένα τίμημα που αξίζει τον κόπο. Η θεαματική ανάκαμψη της Λετονίας από την κατάρρευση του 2009 – η οποία ήταν ακόμα βαθύτερη από ό, τι στην Ελλάδα – οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην αναβίωση του δανεισμού αφού πρώτα οι τράπεζές της, ως επί το πλείστο ξένες, εκκαθαρίστηκαν από τους ιδιοκτήτες τους. Κυβερνητικές πολιτικές που προφυλάσσουν ή χρηματοδοτούν εταιρίες με παρωχημένα επιχειρηματικά μοντέλα ή λύσεις, εμποδίζοντας την ρευστοποίηση πόρων τους όχι μόνο δημιουργούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κατά εταιριών με υγιή επιχειρηματικά μοντέλα αλλά ουσιαστικά δυναμιτίζουν την όποια προσπάθεια για επενδύσεις και ανάπτυξη καταδικάζοντας την πραγματική οικονομία σε στασιμότητα και ύφεση.
β) Μέτρα για την ενδυνάμωση της διοίκησης του ΤΧΣ καθώς και των διοικήσεων των τραπεζών, ειδικότερα με την εξάλειψη κάθε δυνατότητας για πολιτική επιρροή μέσω τοποθετήσεων προσωπικού με κομματικά κριτήρια κλπ.
Υπάρχει η ανάγκη για αναζήτηση της δημιουργικότητας απέναντι στις ιδεοληψίες και τον άκρατο λαϊκισμό μέσα από τη γνώση, την αριστεία, και επιτέλους, την αξιοκρατία.
γ) Ανάπτυξη εναλλακτικής χρηματοδότησης μέσα από το πάντρεμα τεχνικών της κεφαλαιαγοράς και της διαδικτυακής συνδεσιμότητας.
Οι ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στηρίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, στην τραπεζική χρηματοδότηση. Υπάρχει η ανάγκη διεύρυνσης αυθεντικών πηγών επιχειρηματικής χρηματοδότησης. Οι ευρωπαίοι έχουν αρχίσει να καλύπτουν τη διαφορά, σε σχέση με τους Αμερικάνους, στη χρήση διαδικτυακής χρηματοδότησης, μέσω crowdfunding ή peer-to-peer lending (P2P). Πρόκειται, δηλαδή, για μια απαραίτητη γέφυρα μεταξύ τραπεζικών δανείων και κεφαλαιαγοράς, μια μέθοδος που σχεδιάστηκε για να παραμερίσει τις τράπεζες και να δώσει πρόσβαση για κατευθείαν δανεισμό σε επιχειρηματικά σχέδια από ιδιωτικά κεφάλαια.
Σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου του Cambridge η διαδικτυακή εναλλακτική χρηματοδότηση θα φθάσει φέτος τα €7 δισ. (700% αύξηση στα τελευταία τρία χρόνια).
δ) Τιτλοποίηση – μέθοδος ομαδοποίησης μικρών δανείων διαφορετικής πιστοληπτικής διαβάθμισης για τη δημιουργία ενός εμπορεύσιμου, με επαρκή όγκο, χρεογράφου ώστε να αποτελέσει εφικτή επενδυτική πρόταση – μπορεί να επιταχύνει τη διεύρυνση των εργασιών. Αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση του όγκου των διαθέσιμων κεφαλαίων προς την πραγματική οικονομία. Εννοείται ότι πρέπει να εμπλουτισθεί το θεσμικό πλαίσιο ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες δικλείδες από το νόμο για να διασφαλίζεται η διαφάνεια και το συμφέρον των ιδιωτών επενδυτών (ασφαλιστικά ταμεία, μικροεπενδυτές, κλπ).
Κλείνοντας, «η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί στη μητέρα όλων των ευκαιριών» αρκεί να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό μπορεί να επιταχυνθεί με τις νέες ΑΜΚ, το ξεσκαρτάρισμα των εταιρικών ισολογισμών, και κυρίως με την αποφυγή τιμωρίας των καταθετών, μέσω bail-in, οι οποίοι στήριξαν το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση την οικονομία σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Οι παραπάνω κινήσεις θα επιτρέψουν την επιστροφή καταθέσεων και θα συμβάλουν στην αύξηση των επενδύσεων & του δανεισμού της Ελληνικής οικονομίας. Ήρθε ο καιρός να ξεχωρίσει το ορθό από το εσφαλμένο, το αληθινό από το ψεύτικο, το πραγματικό από το φανταστικό, ξεπερνώντας τις όποιες συστημικές αδυναμίες διακυβέρνησης με θωράκιση θεσμών και θεσμικών οργάνων αλλά και συνεχή έλεγχο εφαρμογής, λειτουργίας και επανασχεδιασμού αυτών, ώστε να οικοδομηθεί η δικαιοσύνη στην Κοινωνία, η σταθερότητα στην Πολιτική, και να οδηγηθεί στη βιώσιμη ανάπτυξη η Οικονομία.
Στράτος Γουδινάκος
Διευθυντής της Διαχείρισης Κινδύνων της ΑΤΕ Ασφαλιστικής, ο αντιπρόεδρος της ΑΤΕ Ασφαλιστικής Ρουμανίας και πρόεδρος της Επενδυτικής Επιτροπής και Διαχειριστής της περιουσίας του ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Στράτος Γουδινάκος, έχει πάνω από είκοσι χρόνια επαγγελματική εμπειρία στην ενεργή διαχείριση κεφαλαίων, την επενδυτική τραπεζική, και τον ασφαλιστικό τομέα. Ξεκίνησε την καριέρα του στο διεθνές χρηματιστήριο παραγώγων (LIFFE) στο Λονδίνο. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε στον όμιλο της Εθνικής τράπεζας (ΕΤΕ) στη διεύθυνση διαχείρισης διαθεσίμων (ΔΔΧ), διευθυντής παραγώγων και διαχείρισης κεφαλαίων της τράπεζας, καθώς και στη Διεθνική (αμοιβαία κεφάλαια) ως διευθυντής επενδύσεων. Επίσης, έχει διατελέσει μέλος διοικητικών συμβουλίων (ΔΣ) επενδυτικών, τραπεζικών, και ασφαλιστικών εταιρειών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια είναι ο Διευθυντής της Διαχείρισης Κινδύνων της ΑΤΕ Ασφαλιστικής, ο αντιπρόεδρος της ΑΤΕ Ασφαλιστικής Ρουμανίας και πρόεδρος της Επενδυτικής Επιτροπής και Διαχειριστής της περιουσίας του ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ. Είναι πτυχιούχος Χημικός Μηχανικός της πολυτεχνικής σχολής της Πάτρας και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών στη διοίκηση επιχειρήσεων στη Μεγάλη Βρετανία, Diploma in Business Administration από το Cardiff Business School και Master’s in business Administration από το City, Cass Business School. Επίσης, έχει διαπιστεύσεις από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος και τις κεφαλαιαγορές Βρετανίας και Ελλάδος, (Securities Financial Authority και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος).